- -λογώ
- (AM -λογῶ, -έω)β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε -λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β' συνθετικό -λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να σχηματιστούν ρ. σε -λογώ χωρίς τη μεσολάβηση αντίστοιχων ονομάτων (πρβλ. βλαστολογώ, δροσολογώ). Τα ρ. σε -λογώ εμφανίζονται με τις σημασίες τού λέγω: «συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω» (πρβλ. βλαστολογώ, καρπολογώ), «ομιλώ» (πρβλ. ακριβολογώ, πιθανολογώ) και «ασχολούμαι διεξοδικά ή κατ' επανάληψη με κάτι» (πρβλ. φιλολογώ, αρχαιολογώ). Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ορισμένων νεοελλ. ρ. σε -λογώ τών οποίων η έννοια ανάγεται είτε στη σημ. «συλλέγω» (πρβλ. κρυολογώ) είτε στη σημ. «ασχολούμαι εντατικά ή κατ' επανάληψη με κάτι» (πρβλ. τσιμπολογώ, χαϊδολογώ, μπεκρολογώ, τραβολογώ).Παραδείγματα συνθέτων σε -λογώ: αισχρολογώ, αιτιολογώ, ακυρολογώ, αναλογώ, ανθολογώ, απεραντολογώ, αργυρολογώ, αρμολογώ, αρχαιολογώ, αστρολογώ, βαττολογώ, βλαστολογώ, βοτανολογώ, βραχυλογώ, γενεαλογώ, γνωμολογώ, δασμολογώ, δευτερολογώ, διομολογώ, εικοτολογώ, εναντιολογώ, ετυμολογώ, επευλογώ, ευλογώ, θεολογώ, θρηνολογώ, ιερολογώ, καθαρολογώ, καθομολογώ, κακολογώ, καλολογώ, καρπολογώ, κενολογώ, κοπρολογώ, λεπτολογώ, μακρολογώ, ματαιολογώ, μοιρολογώ, μυθολογώ, μωρολογώ, ναυτολογώ, ξενολογώ, ομολογώ, παλιλλογώ, παραδοξολογώ, παρετυμολογώ, περιαυτολογώ, περιττολογώ, πιθανολογώ, πολυλογώ, σπερμολογώ, σπουδαιολογώ, σταχυολογώ, στρατολογώ, συκολογώ, συναρμολογώ, συνομολογώ, ταυτολογώ, τερατολογώ, τεχνολογώ, τριτολογώ, τροπολογώ, υμνολογώ, υστερολογώ, φιλολογώ, φορολογώ, χρησμολογώ, ψευδολογώαρχ.αγαθολογώ, αγγειολογώ, αειλογώ, αιθερολογώ, αιμασιολογώ, αιρολογώ, ακαιρολογώ, ακρολογώ, αληθινολογώ, αλλοτριολογώ, ανδρολογώ, ανθρωπολογώ, ανθυπολογώ, αντελλογώ, αντιλογώ, απαρτιλογώ, απατηλογώ, αποκαρφολογώ, αποξενολογώ, αρτιολογώ, ασματολογώ, αχρηστολογώ, βωλολογώ, γενεθλιαλογώ, δημολογώ, διαμυθολογώ, δικολογώ, διττολογώ, εικαιολογώ, εικονολογώ, εκθεολογώ, εκλογώ, εκτεχνολογώ, ελαιαλογώ, ελαιολογώ, ελλογώ, ενδοξολογώ, ενοικολογώ, εξαιτιολογώ, επανηλογώ, επιλεπτολογώ, επισεμνολογώ, επιτεχνολογώ, ερμολογώ, ευμορφολογώ, ευρησιλογώ, εχιδνολογώ, ηδυλογώ, ηθολογώ, ημερολογώ, ηρωολογώ, θημολογώ, θρασυλογώ, ιατρολογώ, ιδιολογώ, ισολογώ, ιχθυολογώ, καθευρεσιλογώ, καινολογώ, καλλιλογώ, καρφολογώ, καταλεπτολογώ, καταμυθολογώ, κατασμικρολογώ, κατευλογώ, κατηλογώ, κιναιδολογώ, κουφολογώ, κροκυδολογώ, κυπηρολογώ, κυριολογώ, λεωλογώ, λιθολογώ, μετεωρολογώ, μιλτολογώ, μισολογώ, ναυστολογώ, νοσολογώ, οβολολογώ, ογκολογώ, οινολογώ, οπλολογώ, ορθολογώ, οστεολογώ, οστολογώ, παθολογώ, παλαιολογώ, παρατεχνολογώ, παρομολογώ, πλαστολογώ, ποιολογώ, πραγματολογώ, προευλογώ, προλογώ, προσευλογώ, προσμυθολογώ, προσομολογώ, προτεχνολογώ, ριζολογώ, ριψολογώ, σεμνολογώ, σιτολογώ, σκαιολογώ, σκνιπολογώ, σπερματολογώ, στενολογώ, στιχολογώ, στομφολογώ, συμφιλολογώ, συμψηφολογώ, συνετυμολογώ, συνθεολογώ, σφυγμολογώ, σχοινολογώ, ταυτοπολυλογώ, τεταρτολογώ, τριμματολογώ, τριχολογώ, υπερετυμολογώ, υπολογώ, υψηλολογώ, φασματολογώ, φλυαρολογώ, φυλλολογώ, φυσιολογώ, χαλκολογώ, χαρακολογώ, χειρολογώ, χορδολογώ, χορτολογώ, χρησιμολογώ, χρηστολογώ, χρυσολογώ, ψαλμολογώ, ψευδηλογώ, ψηφολογώ, ψιχολογώ, ψυχρολογώ, ωρολογώνεοελλ.αερολογώ, αισθηματολογώ, ακαιρολογώ, ακριβολογώ, ακριτολογώ, αναβαθμολογώ, αναδασμολογώ, ανακοστολογώ, ανακριβολογώ, ανασυναρμολογώ, ανατιμολογώ, ανθομολογώ, ανοητολογώ, ανομολογώ, αξιολογώ, αοριστολογώ, αποσυναρμολογώ, αριθμολογώ, ασεμνολογώ, ασημαντολογώ, αστειολογώ, αφρολογώ, αχολογώ, αχρειολογώ, αχυρολογώ, βαθμολογώ, βαναυσολογώ, βεργολογώ, βηχολογώ, βροντολογώ, γιατρολογώ, δεοντολογώ, δευτερολογώ, δικαιολογώ, δοξολογώ, δροσολογώ, ελαφρολογώ, ελεεινολογώ, εξομολογώ, ευθυμολογώ, ευφυολογώ, ηθικολογώ, ηχολογώ, θριαμβολογώ, καυχησιολογώ, κινδυνολογώ, κοινολογώ, κορφολογώ, κοστολογώ, κρυολογώ, λασπολογώ, μαυρολογώ, μικρολογώ, μονολογώ, μπεκρολογώ, νηολογώ, παντρολογώ, παραμυθολογώ, πλιατσικολογώ, πολιτικολογώ, προξενολογώ, προσομολογώ, προχειρολογώ, προχρονολογώ, ρηγολογώ, ρουσφετολογώ, σηματολογώ, σοβαρολογώ, σταχολογώ, συμφεροντολογώ, συνθηκολογώ, τιμολογώ, τραβολογώ, τριζολογώ, τσαμπολογώ, τσιμπολογώ, υπερφορολογώ, υστεροχρονολογώ, φαιδρολογώ, χαζολογώ, χαϊδολογώ, χαμολογώ, χαριεντολογώ, χαριτολογώ, χρονολογώ, χυδαιολογώ, ψευτολογώ, ψιλολογώ, ψοφολογώ, ψυχολογώ.
Dictionary of Greek. 2013.